Ένας φοιτητής Ψυχολογίας αναλαμβάνει την εκπόνηση μιας ερευνητικής εργασίας με θέμα: ΕΝΤΟΝΑ ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΑ ΚΑΙ ΠΩΣ ΑΥΤΑ ΕΠΗΡΕΑΖΟΥΝ ΤΗΝ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ. Ο καθηγητής του τον συμβουλεύει να αναζητήσει ''έγκυρες΄΄ πηγές στην ύπαιθρο και να μην προτιμήσει την πόλη γιατί σε αυτήν οι κάτοικοι "λένε λόγια και ουσία καμιά". Έτσι λοιπόν ανεβαίνει τα βουνά και τα λαγκάδια και καταλήγει σε ένα μικρό χωριό στην οροσειρά της Πίνδου. Θεωρεί ότι βρήκε αυτό ακριβώς που έψαχνε. Περπατάει λοιπόν μέσα στα στενά δρομάκια και κάπου βρίσκει έναν γέρο να κάθεται μόνος του σε μια καρέκλα έξω από ένα καφενείο με σκυμμένο το κεφάλι και αποφασίζει να τον πλησιασει.
-"Γεια σας κύριε" αποκρίνεται ο μικρός.
-"Γεια σου παιδί μου" απαντάει εκείνος.
-"Να σας ρωτήσω... μπορείτε να μου πείτε μία εμπειρία σας που σας έκανε να νιώσετε ΠΟΛΥ ΧΑΡΟΥΜΕΝΟΣ;"
Σκέφτεται λίγο αυτός και μετά του λέει:
-"Ναι φυσικά, θυμάμαι μια φορα που είχε χαθεί επάνω στο βουνό μια από τις γίδες ενός συγχωριανού μου και μαζευτήκαμε δεκα νοματέοι, ανεβήκαμε να την ψάξουμε, την βρίκαμε, την γαμήσαμε και την φέραμε πίσω"
-"Μάλιστα" ,αυτό όμως δεν μου κάνει, σκέφτεται ο φοιτητης και αναγκάζεται να ξαναρωτήσει τον γέρο μήπως και πάρει κάποια διαφορετική απάντηση. "Μήπως θα μπορούσατε να μου πείτε μια άλλη εμπειρία σας, εδώ στο χωριό, που σας έκανε ΠΑΡΑ ΠΟΛΥ ΧΑΡΟΥΜΕΝΟ;"
Σκέφτεται πάλι για λίγο ο γέρος και μετά απαντάει με ένα γεμάτο χαμόγελο:
-"Αααα φυσικά, ήταν μια φορά που η κόρη ενός συγχωριανού μας χάθηκε στο δάσος και συγκεντρωθήκαμε 10-15 άτομα και ξεκινήσαμε να την ψάχνουμε. Την βρήκαμε, την γαμήσαμε και την φέραμε πίσω. Ήταν πολύ ωραία"
-"Μάλιστα, μάλιστα", ούτε και αυτό μου κάνει όμως, σκέφτεται, και αποφασίζει να κάνει μια τελευταία προσπάθεια αλλά να του το φέρει αλλιώς. " Θα θέλατε να μου πείτε τώρα και μια εμπειρία σας που σας έκανε τα νιώσετε ΠΟΛΥ ΑΣΧΗΜΑ και ΜΕΓΑΛΗ ΝΤΡΟΠΗ;"
Σκέφτεται ξανά ο γέρος, αυτήν την φορά για περισσότερη ώρα από τις προηγούμενες, γουρλώνει τα μάτια, σκίβει το κεφαλι μέχρι τα γόνατα και λέει:
-"Να... κάποτε χάθηκα και εγώ στο βουνό...
—————