Ήταν ένας παπάς σε μια εκκλησία και ήθελε κάποιον να ζωγραφίσει τον Μυστικό Δείπνο. Έψαχνε για πολύ καιρό άλλα όποιον και να έβρισκε ήταν υπερβολικά ακριβός για το ποσό που διέθετε . Ύστερα από αρκετό ψάξιμο κατάφερε να βρει έναν αγιογράφο ο οποίος ήταν φθηνός αλλά και λιγάκι μπεκρής. Ωστόσο επειδή τα λεφτά ήταν λίγα αποφάσισε να τον προσλάβει. Ξεκινάει που λέτε ο τύπος να ζωγραφίζει και όσο ζωγράφιζε έπινε από ένα ποτηράκι τη φορά. Όπως λοιπόν ήταν αναμενόμενο γίνεται χώμα ο τύπος και άρχιζει να ζωγραφίζει τον Χρηστό να ρίχνει ζεμπεκιές, τον Ιούδα να χτυπάει παλαμάκια, τον Ματθαίο να σπάει πιάτα κ.τ.λ. Πηγαίνει την επομένη ο παπάς και με το που αντικρίζει το θέαμα αρχίζει να ρίχνει καντίλια και να λέει " Ρε αθεόφοβε, ρε απατεώνα δεν ντρέπεσαι καθόλου;! Τι είναι αυτά που ζωγράφισες ρε αλήτη;! ", και ο τύπος " Τι να σου πω, ρε πάτερ... Εγώ όταν τους άφησα, τρώγανε ακόμα..."
—————